Στην ιστορία του σπορ έως τώρα, μόλις έξι είναι οι πιλότοι, οι οποίοι έκαναν το μεγάλο βήμα, τολμώντας να «στήσουν» τη δική τους ομάδα. Άλλες φορές με επιτυχία, άλλες όχι. Κάποιες περιπτώσεις ομάδων «έσβησαν» έπειτα από λίγα χρόνια. Άλλες, όπως η Stewart Grand Prix, με το πέρασμα των χρόνων μετεξελίχθηκαν. Και έφτασαν να κατακτούν τον έναν τίτλο μετά τον άλλον, ως Red Bull πλέον!
Την τελευταία διετία το όνομα «Andretti» επέστρεψε στο προσκήνιο, με την ομάδα που δημιούργησε ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής του 1978, Mario Gabriele Andretti, να φλερτάρει τους προηγούμενους μήνες με την πανηγυρική είσοδό της στον «μαγικό κόσμο» της Formula 1. Δυστυχώς, πριν από λίγες ημέρες, η Formula 1 απέρριψε την πρόταση της Andretti Global να ενταχθεί στο grid και μπορείτε να διαβάσετε το σκεπτικό της απόφασης πατώντας ΕΔΩ.
Παρ’ όλο που πίσω από τη σημερινή ομάδα της Andretti Autosport βρίσκεται ο Michael Andretti, ολόκληρη η κληρονομιά προέρχεται από τον πατέρα του ο οποίος κέρδισε το πρωτάθλημα F1 το 1978, τον θρυλικό Mario Andretti. Με αφορμή την Andretti Autosport, λοιπόν, ξεφυλλίζουμε το βιβλίο της ιστορία της Formula 1 και θυμόμαστε αυτούς που τόλμησαν και κρεμώντας την αγωνιστική φόρμα και το κράνος τους, κάθισαν στην… ηλεκτρική καρέκλα του ιδιοκτήτη μιας ομάδας Formula 1.
Jack Brabham - Brabham (Motor Racing Developments Ltd.) - 1962-1992
Ο Jack Brabham ήταν αυτός που… άνοιξε τον χορό των Πρωταθλητών οι οποίοι μετεξελίχθηκαν σε ιδιοκτήτες ομάδων. Και μάλιστα μέχρι σήμερα είναι με διαφορά το πλέον επιτυχημένο εγχείρημα στην ιστορία της Formula 1.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο δύο φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής τότε, Jack Brabham και ο μηχανικός Ron Tauranac δημιούργησαν την ομάδα Motor Racing Developments, η οποία παρήγαγε αγωνιστικά αυτοκίνητα για πελάτες, ενώ ο ίδιος ο Brabham συνέχισε να αγωνίζεται για την Cooper. Η MRD παρήγαγε αυτοκίνητα για τη Formula Junior, με το πρώτο να εμφανίζεται στα μέσα του 1961. Ο Brabham εγκατέλειψε την Cooper το 1962 για να οδηγήσει για τη δική του ομάδα, την Brabham Racing Organisation, χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα κατασκευασμένα από τη Motor Racing Developments.
Μέχρι το 1964 ήταν μια επιτυχημένη ομάδα, με τον Dan Gurney να κερδίζει στη Γαλλία και στο Μεξικό. Ο ίδιος ο Brabham οδηγούσε για τη δική του ομάδα από την εναρκτήρια σεζόν, μέχρι και το 1970, όταν και αποχώρησε από την ενεργό δράση, κατακτώντας το 1966 το Πρωτάθλημα Οδηγών. Ακόμα και σήμερα, ο Αυστραλός είναι ο μοναδικός οδηγός που κέρδισε έναν τίτλο στη F1 με το δικό του μονοθέσιο. Παράλληλα, η Brabham ήταν Πρωταθλήτρια Κατασκευαστών το 1966 και το 1967.
Από το 1972 έως το 1987 οι νίκες συνεχίστηκαν, μεταξύ άλλων με το θρυλικό «fan car» του 1978. Ωστόσο, η μεγάλη «έκρηξη» έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και δη την τριετία 1981-1983, όταν ο Nelson Piquet πήρε δύο από τους τρεις τίτλους του με μονοθέσια της Brabham. Η τελευταία νίκη της ομάδας ήρθε από τον Piquet στη Γαλλία το 1985. Από τότε σταδιακά ξεκίνησε μια περίοδος που οδήγησε στην παρακμή της ομάδας. Οι διαμάχες για την ιδιοκτησία της Brabham επηρέασαν τη συνολική λειτουργία της ομάδας, η οποία διέκοψε οριστικά τη λειτουργία της το 1992.
John Surtees - Surtees Racing Organisation - 1970-1978
Η Surtees παρουσίαζε μια αργή αλλά σταθερή πρόοδο, κατακτώντας την 5η θέση στο Πρωτάθλημα Κατασκευαστών το 1972, μπροστά από ομάδες όπως η BRM, η Matra και η Brabham. Ο Mike Hailwood σημείωσε το καλύτερο αποτέλεσμα της ομάδας, μία δεύτερη θέση στο ιταλικό γκραν πρι στην πίστα της Μόντσα.
Παρ’ όλο που το 1973 ο Carlos Pace ανέβηκε στο τρίτο σκαλί του βάθρου στον αγώνα της Αυστρίας, η ομάδα Surtees πέρασε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, ο οποίες οδήγησαν στο οριστικό κλείσιμό της το 1978.
Graham Hill - Embassy Racing With Graham Hill - 1973-1975
Emerson Fittipaldi - Fittipaldi Automotive - 1975-1982
Η ομάδα είχε αρχικά την έδρα της στη γενέτειρα των Fittipaldi, το Σάο Πάολο, σχεδόν 10.000 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, πριν μετακομίσει στο Ρέντινγκ του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη διάρκεια του 1977.
Ο Έμερσον Φιτιπάλντι έγινε οδηγός της ομάδας το 1976, αφού εγκατέλειψε τη McLaren, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της κατάκτησης του τρίτου παγκόσμιου τίτλου με τη δική του ομάδα. Το 1980 η ομάδα απέκτησε μεγάλο μέρος της Wolf, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών του θρυλικού σχεδιαστή Harvey Postlethwaite, του ανερχόμενου Adrian Newey και του Keke Rosberg. Ο Rosberg και ο Fittipaldi ανέβηκαν στο βάθρο στην Αργεντινή (ο Φινλανδός ήταν τρίτος) και στο Λονγκ Μπιτς (επίσης τρίτος ο Fittipaldi), αλλά ο Fittipaldi αποσύρθηκε στο τέλος της σεζόν του 1980. Η Fittipaldi Automotive ανέστειλε τη λειτουργία της, αφού συγκέντρωσε μόνο έναν βαθμό στην τελευταία της σεζόν, το 1982.
Sir Jackie Stewart - Stewart Grand Prix - 1997-1999
Βεβαίως, ο Stewart δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τη Formula 1. Η παρουσία του στα πάντοκ ήταν συχνή, όμως δεν είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εμπλακεί με το σπορ από το μετερίζι του ιδιοκτήτη ομάδας. Μέχρι το 1997, οπότε ίδρυσε μαζί με τον γιο του Paul την HSBC Malaysia Stewart Ford. Ο Paul Stewart είχε δημιουργήσει λίγα χρόνια νωρίτερα την Paul Stewart Racing, με την υποστήριξη της Ford, συμμετέχοντας στη F3000. Τα αποτελέσματα ήταν μέτρια στις δύο πρώτες σεζόν, με εξαίρεση την απροσδόκητη δεύτερη θέση του Rubens Barrichello στο γκραν πρι του Μονακό το 1997.
Ωστόσο, ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό μονοθέσιο το 1999 έκανε την ομάδα να έχει συχνή παρουσία στους βαθμούς, με τον Barrichello να εξασφαλίζει τη μοναδική της pole position στο γκραν πρι της Γαλλίας μαζί με δύο βάθρα στο πρώτο μισό της χρονιάς. Η βελτιωμένη τρίτη σεζόν ενθάρρυνε τη Ford να εξαγοράσει την ομάδα για το 2000.
Το… χαοτικό ευρωπαϊκό γκραν πρι του 1999 στο Νίρμπουργκρινγκ έφερε στην ομάδα την πρώτη της νίκη με τον Johnny Herbert, την ώρα που ο Barrichello ήταν τρίτος. Η συμμετοχή της Ford, με το όνομα Jaguar Racing, συνεχίστηκε έως το 2004, όταν η ομάδα εξαγοράστηκε από έναν ανερχόμενο Αυστριακό ιδιοκτήτη εταιρείας παρασκευής ενεργειακών ποτών, ονόματι Dietrich Mateschitz. Η ομάδα μετονομάστηκε σε Red Bull Racing. Η συνέχεια είναι γνωστή…